κηώεις

κηώεις
κη-ώεις, εσσα, εν, = foreg.,
A

ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ κηώεντι Il.3.382

;

ἐς θάλαμον . . κηώεντα 6.288

, etc.;

μύρον AP7.218.9

(Antip. Sid.);

ἄνθεα Nonn.D.12.257

: neut.

κηῶεν Hsch.

; cf. κεῶεν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηώεις — κηώεις, εσσα, εν (Α) 1. κηώδης*, ευώδης 2. (το ουδ.) κηῶεν (κατά τον Ησύχ.) «μέλαν, καθαρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρ. τού αμάρτυρου ουδ. *κῆFος (βλ. λ. κηώδης) + κατάλ. όεις (πρβλ. κυματ όεις, λοφ όεις). Το ω από μετρική έκταση] …   Dictionary of Greek

  • κηώεις — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηῶεν — κηώεις masc voc sg κηώεις neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντα — κηώεις neut nom/voc/acc pl κηώεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντι — κηώεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεντος — κηώεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεσσα — κηώεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηώεσσαν — κηώεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”